- ὑελοψός
- ὑελοψόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υελοψός — ὁ, Α βλ. ὑαλοψός … Dictionary of Greek
ὑελοψοῦ — ὑελοψός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υαλοψός — και ὑελεψός, ὁ, ΜΑ, και ὑελοψός και ὑελλοψός και ὑελοεψός Α τεχνίτης που παρασκευάζει την ύαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + οψός / εψός (< ἕψω «βράζω, ψήνω»)] … Dictionary of Greek
υελοψικός — ή, όν, Α [ὑελοψός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ὑελέψη … Dictionary of Greek